χολέρα

χολέρα
χολέρ-α, [dialect] Ion. [suff] χολέρ-ρη, ,
A cholera, a disease in which the humours of the body ([etym.] χολή, χολαί) are violently discharged by vomiting and stool, Hp.Coac.117, Acut. (Sp.) 49, al., Aret.SA2.5; but,
2 ξηρὴ χολέρη obstinate obstruction, Hp.Acut. (Sp.).48. (Fr. χολή acc. to Cels.4.18(11), but fr. χολάς, Alex.Trall.8.1.)
2 nausea,

ἔσται ὑμῖν εἰς χολέραν LXX Nu.11.20

.
II = χολέδρα, Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χολέρα — χολέρᾱ , χολέρα cholera fem nom/voc/acc dual χολέρᾱ , χολέρα cholera fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χολέρᾳ — χολέρᾱͅ , χολέρα cholera fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χολέρα — Βαριά, λοιμώδης, επιδημική γαστρεντερίτιδα που οφείλεται στο δονάκιο της χ. ή στο είδος δονάκιο El Tor. Εκδηλώνεται με εμέτους, επώδυνες συσπάσεις των μυών και πολλές χαρακτηριστικές υδαρείς, ορυζοειδείς κενώσεις, που οδηγούν σε έντονη αφυδάτωση …   Dictionary of Greek

  • χολέρα — η 1. μολυσματική ασθένεια. 2. μτφ., ασχημομούρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χολέρας — χολέρᾱς , χολέρα cholera fem acc pl χολέρᾱς , χολέρα cholera fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χολέραι — χολέρᾱͅ , χολέρα cholera fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χολέραν — χολέρᾱν , χολέρα cholera fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χολέραις — χολέρα cholera fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χολέρη — χολέρα cholera fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χολέρην — χολέρα cholera fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χολέρης — χολέρα cholera fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”